- παναμείδητος
- παναμείδητος, -ον (Α)εντελώς αγέλαστος, πολύ σκυθρωπός και άγριος («παναμείδητα πρόσωπα», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀμείδητος «αγέλαστος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναμειδήτοισι — παναμείδητος all unsmiling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)